- σιδερώστρα
- η, Νείδος μακρόστενου τραπεζιού, συνήθως πτυσσόμενου ή ρυθμιζόμενου, που χρησιμοποιείται στο σιδέρωμα των ρούχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερώνω + επίθημα -στρα (πρβλ. απλώ-στρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κοντολέων, Μάνος — (Αθήνα 1946 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε στο φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως συνεργάτης της ΕΡΤ (Γ’ Πρόγραμμα), των… … Dictionary of Greek